- κεντρομυρσίνη
- κεντρομυρσίνηbutchers'broomfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεντρομυρσίνη — κεντρομυρσίνη, ἡ (Α) η άγρια μυρσίνη, αλλ. οξυμυρσίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «αγκάθι» + μυρσίνη] … Dictionary of Greek
κόρνος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 331 κάτ.) της Λήμνου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού, 8 χλμ. ΒΑ της Μύρινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * ο (Α κόρνος) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής … Dictionary of Greek